ἐπιτέγγω

ἐπιτέγγω
ἐπιτέγγω,
A pour liquid upon, moisten,

τί τινι Hp.Fract.29

, cf. Gal. UP14.11, al. ;

τοὺς ὀφθαλμοὺς δακρύοις Philostr.VS2.5.3

;

ἐ. καὶ μαλάττει Gal.6.122

; = ἐπιστάζω, νέκταρ Anacreont.53.41.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επιτέγγω — ἐπιτέγγω (Α) 1. βρέχω, χύνω νερό σε κάτι, μουσκεύω 2. νοτίζω, υγραίνω ελαφρά 3. μαλακώνω κάτι μουσκεύοντας το 4. στάζω, χύνω από πάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τέγγω «βρέχω»] …   Dictionary of Greek

  • επίτεγκτος — η, ο (Α ἐπίτεγκτος, ον) [επιτέγγω] βρεγμένος, νοτισμένος, μουσκεμένος νεοελλ. υδροχρωματισμένος …   Dictionary of Greek

  • επίτεγξις — ἐπίτεγξις, ἡ (Α) [επιτέγγω] 1. βρέξιμο, μούσκεμα, εμποτισμός με υγρό 2. μαλάκωμα που γίνεται με εμποτισμό 3. υγρή κατάσταση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”